- ὑλοτόμων
- ὑλότομοςcuttingmasc/fem/neut gen plὑλοτόμοςmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑλοτομῶν — ὑλοτομέω cut pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαταρχία — δεκαταρχία, η (Α) [δεκάταρχος] 1. ομάδα εργασίας δέκα γεωργών, υλοτόμων κ.λπ. 2. το αξίωμα τού δεκατάρχη … Dictionary of Greek
Αρκάνσας — (Arkansas). Πολιτεία (137.742 τ. χλμ., 2.700.000 κάτ. το 2002) των ΗΠΑ στο κεντρικό και νότιο τμήμα τους. Είναι ορεινή στα Δ (όρη Μπόστον και Γουατσίτα), λοφώδης και πεδινή κατά μήκος του Μισισιπή, που διαγράφει τα ανατολικά σύνορα της πολιτείας· … Dictionary of Greek